Το είχα γράψει κάποτες, το ξαναλέω και τώρα
οι φίλοι μου οι καλίστιχοι πήραν μεγάλη φόρα
γιατί είναι σίγουρο, να δεις, πως θα μας πουν μια μέρα
πως ο Δυσσέας ήτανε παιδί του Μπαγιαντέρα
κι ότι απ' το Διόνι κίνησε η Πηνελόπη επίσης
μία κεντήστρα δίμετρη, ένα θάμα τση φύσης.
Και θα μας πουν πως βρήκανε τον τάφο του Ομήρου
απάνου στον Κισαετό, ούτε καν στον Νιμπίρου
μα και τση Λόπης βρήκανε ένα χρυσό βελόνι
μες στην κουφάλα μιας ελιάς μια μέρα πού’χε χιόνι
γιατί, και θα το πουν κι' αυτό, απά σε μια κασέλα
ο Όμηρος καθότανε και ξιώντας την κουτέλα
σκάλισε σε περγαμηνή τρώγοντας και αλιάδα
το τρίτο του το ποίημα, την ώρια Ιθακιάδα.
Μα εγώ σας λέω σύντροφοι, και μη γενείτε …ράκη
του Όμηρου η σκούφια του ήταν απ’ άλλο Θιάκι
το Θιάκι το βαθύπλουμο με τα πολλά τα βάτα
κι ο Οδυσσέας ο μικρός γεννήθη στα …Ζερβάτα
ένα χωριό με γέμορφα και καθαρά καντούνια
και του ’χαν για κρεβάτι του μιαν ασημένια κούνια.
Μα για σεισμό που γίνηκε μια μέρα σαν καμίνι
ο Οδυσσέας το ’σκασε δεν ήθελε να μείνει
περπάτησε πά στα βουνά τση άνυδρης τση Σέλας
κι αμά εκατηφόρισε, γνώρισε μια κοπέλα
στον Πόρο τον δασίφυλλο με τα πολλά κεράσια
οπού την επαντρεύτηκε, προίκα πολλά καφάσια.
Ετούτη η Πηνελόπη του ήξερε να χορεύει
μπάλο και διβαράτικο μα και να μαγερεύει.
Εγίνηκε και βασιλιάς με πρόβατα και γίδια
είχε περβόλια εκλεκτά και κήπους με κρεμμύδια.
Δεν πέρασε πολύ καιρός και να’ σου ένας μάγκας
πρόγονος κειου του ποιητή που τίναξε την μπάγκα
οπού θα ’ρχόταν μυθικά και θα ’ψελνε τα βάθη
του ζηλευτού πολύτροπου με τα μεγάλα πάθη.
Κλέαρχο, τον εβάφτισε στη Σάμη η νονά του
γνώρισε δε το βασιλιά και έμεινε κοντά του.
Κι είπε ο θεόμορφος Δυσσεύς μια μέρα πολλή κρύα:
«Κλέαρχε παλιοφίλε μου, θα υπάγω εις την Τροία
να πολεμήσω τάχατες για τση Λενιώς το πράμα,
αλλ’ είναι αλλού η αλήθεια μου και παρά κει το θάμα.
Κι απέ, θα γίνω βασιλιάς των αφανών ορέων
των ρημαγμένων παλατιών, των άπιαστων ορνέων
για να μη μ’ έβρουνε ποτές στα χρόνια που περνάνε
εκείνοι οπού τα βρήκανε παλιά και τα γερνάνε.
Θα ζω εις τα ονείρατα εκείνου που φωλεύει
τσι αναζητήσεις τση καρδιάς, στο νου που αντρειεύει».
Γι αυτό σας λέω φίλοι μου, και φίλοι του Ομήρου
αν δεν τον βρείτε το θεό στο ξάρτι ενός παπόρου
ψάξτε τον στα περίχωρα του ζηλευτού του Πόρου.
Αλλιώς, θα βρίσκεται ψηλά, στην κορυφή του ονείρου.
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ ΠΗΓΗ POROSNEWS
οι φίλοι μου οι καλίστιχοι πήραν μεγάλη φόρα
γιατί είναι σίγουρο, να δεις, πως θα μας πουν μια μέρα
πως ο Δυσσέας ήτανε παιδί του Μπαγιαντέρα
κι ότι απ' το Διόνι κίνησε η Πηνελόπη επίσης
μία κεντήστρα δίμετρη, ένα θάμα τση φύσης.
Και θα μας πουν πως βρήκανε τον τάφο του Ομήρου
απάνου στον Κισαετό, ούτε καν στον Νιμπίρου
μα και τση Λόπης βρήκανε ένα χρυσό βελόνι
μες στην κουφάλα μιας ελιάς μια μέρα πού’χε χιόνι
γιατί, και θα το πουν κι' αυτό, απά σε μια κασέλα
ο Όμηρος καθότανε και ξιώντας την κουτέλα
σκάλισε σε περγαμηνή τρώγοντας και αλιάδα
το τρίτο του το ποίημα, την ώρια Ιθακιάδα.
Μα εγώ σας λέω σύντροφοι, και μη γενείτε …ράκη
του Όμηρου η σκούφια του ήταν απ’ άλλο Θιάκι
το Θιάκι το βαθύπλουμο με τα πολλά τα βάτα
κι ο Οδυσσέας ο μικρός γεννήθη στα …Ζερβάτα
ένα χωριό με γέμορφα και καθαρά καντούνια
και του ’χαν για κρεβάτι του μιαν ασημένια κούνια.
Μα για σεισμό που γίνηκε μια μέρα σαν καμίνι
ο Οδυσσέας το ’σκασε δεν ήθελε να μείνει
περπάτησε πά στα βουνά τση άνυδρης τση Σέλας
κι αμά εκατηφόρισε, γνώρισε μια κοπέλα
στον Πόρο τον δασίφυλλο με τα πολλά κεράσια
οπού την επαντρεύτηκε, προίκα πολλά καφάσια.
Ετούτη η Πηνελόπη του ήξερε να χορεύει
μπάλο και διβαράτικο μα και να μαγερεύει.
Εγίνηκε και βασιλιάς με πρόβατα και γίδια
είχε περβόλια εκλεκτά και κήπους με κρεμμύδια.
Δεν πέρασε πολύ καιρός και να’ σου ένας μάγκας
πρόγονος κειου του ποιητή που τίναξε την μπάγκα
οπού θα ’ρχόταν μυθικά και θα ’ψελνε τα βάθη
του ζηλευτού πολύτροπου με τα μεγάλα πάθη.
Κλέαρχο, τον εβάφτισε στη Σάμη η νονά του
γνώρισε δε το βασιλιά και έμεινε κοντά του.
Κι είπε ο θεόμορφος Δυσσεύς μια μέρα πολλή κρύα:
«Κλέαρχε παλιοφίλε μου, θα υπάγω εις την Τροία
να πολεμήσω τάχατες για τση Λενιώς το πράμα,
αλλ’ είναι αλλού η αλήθεια μου και παρά κει το θάμα.
Κι απέ, θα γίνω βασιλιάς των αφανών ορέων
των ρημαγμένων παλατιών, των άπιαστων ορνέων
για να μη μ’ έβρουνε ποτές στα χρόνια που περνάνε
εκείνοι οπού τα βρήκανε παλιά και τα γερνάνε.
Θα ζω εις τα ονείρατα εκείνου που φωλεύει
τσι αναζητήσεις τση καρδιάς, στο νου που αντρειεύει».
Γι αυτό σας λέω φίλοι μου, και φίλοι του Ομήρου
αν δεν τον βρείτε το θεό στο ξάρτι ενός παπόρου
ψάξτε τον στα περίχωρα του ζηλευτού του Πόρου.
Αλλιώς, θα βρίσκεται ψηλά, στην κορυφή του ονείρου.
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ ΠΗΓΗ POROSNEWS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου