Έχοντας
ως πολύτιμο εφόδιο, την αναγνώριση του τόπου, απ’ τον οποίο εμπνεύστηκε ο
Όμηρος για τη διάπλαση του φανταστικού επεισοδίου της Σκύλλας και της Χάρυβδης,
θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε περαιτέρω, στις υπόλοιπες, ανάλογης μορφής
πραγματικές τοποθεσίες, τις οποίες εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως για τη
δραματοποίηση του έργου του, ειδικά στη ραψωδία «μ». Σίγουρα αυτές, υπήρξαν
αρκετά εντυπωσιακές από μόνες τους, ώστε να προκαλέσουν το ανάλογο ενδιαφέρον.
Όμως παράλληλα, ο καλλιτέχνης, τις ανάπλασε και τις έκανε χρήσιμες για αυτόν,
μέσω του αναφαίρετου δικαιώματος της ελεύθερης σκέψης και φαντασίας, τα οποία
οφείλει να έχει ως αρχή της εργασίας του.
Με όλα αυτά λοιπόν κατά νου, ας βάλουμε
τον εαυτό μας να ταξιδεύει προς την πόλη της Ιθάκης του Ομήρου, πλέοντας προς το λιμάνι του Πόρου,
από την πιο συχνή διεύθυνση προσέγγισης, όσον αφορά τα πλοία που έρχονται από
μακρινές θάλασσες. Το πρώτο πράγμα που θα αντικρίσουμε μπροστά μας,
πλησιάζοντας από τα νοτιοανατολικά, είναι μια μικρή χερσόνησος που καταλήγει
στο ακρωτήριο Πρόνος ή Σαρακινάτο. Φτάνοντας οι αρχαίοι ναυτικοί στο ίδιο
σημείο, καθώς θέλανε να πιάσουν λιμάνι στο Ρείθρο της Ιθάκης, κατέβαζαν αμέσως
τα πανιά του πλοίου τους και χρησιμοποιώντας τα κουπιά, για τον καλύτερο έλεγχο
του σκάφους, κατευθύνονταν μέχρι την κοντινή αμμουδιά. Αυτήν την ενέργεια
χρειάστηκε να κάνει και το πλήρωμα του σκάφους του Οδυσσέα, όταν προσέγγιζαν το
θρυλικό νησί των Σειρήνων.
«Κι
ἐνόσω ἐγώ συνέχιζα νά λέω καί οἱ σύντροφοί μου
μέ
ἄκουαν, τό καλοτάξιδο πλοῖο ἔφτασε στῶν Σειρήνων
τό
νησί ἀπό ἄνεμο εὐνοϊκό ἀσταμάτητα σπρωγμένο.
Μά
ἔπαψε τότε ὁ ἀέρας νά φυσᾶ καί ἅπλωσε γαλήνη
παντοῦ
ἡ ἀπανεμιά˙ ἦρθε ὁ θεός τά κύματα νά κοιμίσει.
Πετάχτηκαν
οἱ σύντροφοι κι ὡς τά πανιά μαζέψαν
καί
τ’ ἀποθέσαν στό βαθουλό πλοῖο, στά κουπιά κάτσαν
τά
ἐλάτινα καί ἀσπρίσαν μέ ἀφροκόπημα τό πέλαο.»
(μ 165-172)
Προφανώς, θα πρέπει να βρισκόμαστε μπροστά σε μία
ακόμη περίπτωση, που η ποιητική έμπνευση έχει την αφετηρία της στη φυσική
διαμόρφωση του χώρου, ο οποίος ήταν γνώριμος στον Όμηρο, όπως η είσοδος του
βασικού λιμανιού της νήσου Ιθάκης, του σημερινού Πόρου. Εκεί, ο επιτήδειος
καλλιτέχνης βρήκε μια κατάλληλη τοποθεσία, για να αναπτύξει το γνωστό θρύλο των
Σειρήνων.
Ο θαλάσσιος δρόμος προς το λιμάνι Ρείθρο, κάτω από το όρος Νήιο (Άτρος), περνάει δίπλα από μία μικρή χερσόνησο.
|
Οι
σωζόμενες αρχαίες αφηγήσεις, αναφέρουν τις Σειρήνες ως κόρες του Φορκύνα ή του
ποταμού Αχελώου. Τα ονόματα που δίδονταν στις Σειρήνες ήταν Θελξιόπη (η
σαγηνεύτρα), Αγλαόπη (αυτή με τη θεσπέσια φωνή) και Πεισινόη (η γοητευτική).
Μητέρα είχαν την Στερεόπη (μία από τις Εσπερίδες) ή την Περσεφόνη, την
βασίλισσα του Άδη. Για το παρουσιαστικό αυτών των θηλυκών θεοτήτων-δαιμόνων, ο
ποιητής σίγουρα δε θα συμφωνούσε με τη μορφή που τις απέδιδαν οι μεταγενέστεροί
του και όπως τις γνωρίσαμε κι εμείς από αυτούς, πάνω στις παραστάσεις των
αγγείων τους. Δεν ήταν στα αλήθεια τα ύπουλα φτερωτά τέρατα, με κεφάλι γυναίκας
και σώμα πουλιού. Πουθενά ο Όμηρος δε μας τις περιγράφει έτσι, αν και θα
μπορούσε κάλλιστα να το πράξει, όπως όταν αφιέρωσε αρκετούς στίχους για να μας
δώσει την πλήρη εικόνα της Σκύλλας (μ 89-94). Αντίθετα, στις Σειρήνες το
απέφυγε συστηματικά, διότι με την αναφορά αποκλειστικά και μόνο στη καταστρεπτική
δράση τους, ήθελε να δώσει μια άλλη, πιο πρακτική διάσταση στην ύπαρξή τους και
ίσως ένα ηθικό δίδαγμα προς την κοινωνία του.
Στην
πραγματικότητα, οι Σειρήνες ζούνε και δραστηριοποιούνται ακόμη και στις μέρες
μας! Είναι κανονικές γυναίκες, σαν αυτές που εμφανίζονται κοντά σε όλα τα
πολυσύχναστα λιμάνια του κόσμου. Αυτές τις θηλυκές, λάγνες υπάρξεις, που
τραβάνε με γλυκά, αποπλανητικά τεχνάσματα τους κουρασμένους από τη μανιασμένη
θάλασσα άντρες και τους βοηθούν να ξεχάσουν τα δύσκολα ναυτικά τους ταξίδια.
Ακόμη κι αν έχουν μόλις επιστρέψει στην πατρίδα τους μετά από μια μακροχρόνια
περιπλάνηση στα πελάγη, είναι αυτές που τους εξαναγκάζουν με τα ακαταμάχητα
θέλγητρά τους, να μείνουν μαζί τους και να μην πάνε να χαρούν την γυναίκα τους
και τα παιδιά τους.
«Σειρῆνας
μέν πρῶτον ἀφίξεαι, αἵ ῥά τε πάντας
ἀνθρώπους
θέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται.
ὅς
τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ καί φθόγγον ἀκούσῃ
Σειρήνων,
τῷ δ’ οὔ τι γυνή καί νήπια τέκνα
οἴκαδε
νοστήσαντι παρίσταται οὐδέ γάνυνται,
ἀλλά
τε Σειρῆνες λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ»
«Πιό
πρῶτα στις Σειρῆνες φεύγοντας θά φτάσεις, πού πλανεύουν
τούς
θνητούς ὅλους, ὅποιος ἔτυχε νά φτάσει στό νησί τους.
Κανείς
ἄν τίς σιμώσει ἀνήξερος καί τή φωνή γρικήσει
ἀπ’
τίς Σειρῆνες, πιά ἡ γυναίκα του καί τά μικρά παιδιά του
τό
γυρισμό του δέν τόν χαίρονται˙ τόν ἔχουν οἱ Σειρῆνες
μέ
τό γλυκό μαθές τραγούδι τους πλανέψει.»
( μ 39-44)
Οι οίκοι ανοχής που
εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της αρχαίας πόλης της Αθήνας, όπως μας πληροφορεί ο
Πολυδεύκης, βρίσκονταν κυρίως στις πονηρές γειτονιές του Πειραιά, δίπλα στο
λιμάνι, όπου έρχονταν έμποροι, ξένοι και ναυτικοί. Επίσης, διάσημη και πλούσια
λόγω των πορνείων της, ήταν η πόλη της Κορίνθου με το σημαντικότατο λιμάνι της,
όπου οι καπετάνιοι των πλοίων σκόρπιζαν αφειδώς τα λεφτά τους και οι δύσμοιροι ιδιοκτήτες
των καραβιών, καταστρέφονταν πολύ εύκολα. Εξ’ου και η περίφημη αρχαία παροιμία:
«ΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΟΣ ΕΙΣ ΚΟΡΙΝΘΟΝ ΕΣΘΑΟ ΠΛΟΥΣ», δηλαδή δεν είναι εύκολη η πλεύση
στη Κόρινθο για όλους τους άντρες. Μήπως αυτό δε μας θυμίζει το πλοίο του
Οδυσσέα, στο οποίο αναγκάστηκε να λάβει δραστικά μέτρα αποτροπής της πρόκλησης
από τις καταστροφικές Σειρήνες, προκειμένου αυτός και το ευπρόσβλητο πλήρωμά
του, να διέλθουν αβλαβείς απ’το χώρο όπου περίμεναν όλους τους αρσενικούς ταξιδιώτες;
Ο Ησίοδος έλεγε πως οι Σειρήνες,
κατοικούσαν στο νησί Ανθεμόεσσα που ήταν γεμάτο λουλούδια, κι αυτό τους
ταιριάζει ως «θεές του σεξ». Ακόμα και το έντονα ωοειδές σχήμα του σώματός τους
που παρατηρούμε σε ορισμένες παραστάσεις, υποδηλώνει σαφώς τον ερωτισμό τους.
Ένα αγγείο μάλιστα, αναπαριστά ξεκάθαρα μια Σειρήνα με πόδια πουλιού, η οποία
πλησιάζει ερωτικά έναν κοιμισμένο άνδρα που μοιάζει με Σάτυρο.
Το
ευχάριστο θεϊκό τους τραγούδι, είναι αυτό που διασκεδάζει τους άνδρες και τους
προκαλεί την τέρψη, παρόλο που στην ουσία αποτελεί απλώς μια απατηλή αερολογία,
με στόχο το ξελόγιασμα.
«Μά
ὅταν μέ τή φόρα πού πῆρε τό πλοῖο
ἀπεῖχε
ὅσο ἄν φώναζες ν’ ἀκουστεῖ, αὐτές τό νιῶσαν
πού
ἐρχόμασταν κι ἀρχίσαν τό γλυκόφωνο τραγούδι:
΄΄Ἔλα
κοντά μας, πολυπαινεμένε Ὀδυσσέα, ἡ δόξα
τῶν
Ἀχαιῶν, τό πλοῖο σου ἄραξε ν’ ἀκούσεις τή φωνή μας.
Κανείς
δέν πέρασε μέ καράβι μελανό ἐδῶθε
χωρίς
ν’ ἀκούσει ἀπό ἐμᾶς μελιστάλαχτο τραγούδι,
κι
ἀφοῦ εὐφρανθεῖ, ξαναφύγει μέ πλουσιότερη γνώση.
Ξέρουμε
ὅλα ὅσα στήν πλατύχωρη Τροία Τρῶες κι Ἀργίτες
κάναν
καί πάθαν, ὅπως τό θέλημα τῶν θεῶν ἦταν,
κι
ὅλα ὅσα γίνονται στήν πολυβότανη γῆ ἐπάνω.»
(μ 181-191)
Οι Σειρήνες λοιπόν, είναι όλες αυτές οι
κοινές γυναίκες των διαχρονικών οίκων ανοχής και των κακόφημων κέντρων
διασκεδάσεως του κάθε λιμανιού, αρχαίου ή νεότερου, οι οποίες παρασέρνουν τους
άνδρες με τις γλυκές φωνές τους, σε ακόλαστες ηδονές. Ως ανίκητες μάγισσες, τους
αποσπούν την προσοχή και τους απομακρύνουν τελείως από τη σεμνή οικογενειακή
ζωή, μιας ορθολογικά συγκροτημένης κοινωνίας. Για να επιτύχουν τον ανίερο σκοπό
τους, εκμεταλλεύονται την τάση του αρσενικού προς την αλόγιστη απόλαυση του
γυναικείου φύλου και προς όλα τα ξεφαντώματα που αποφέρουν μεν την ευχαρίστηση,
αλλά μοιραία οδηγούν πάντοτε στην ανηθικότητα και την καταστροφή. Η επιρρέπεια
των κουρασμένων ναυτικών, να υπακούνε στα προκλητικά καλέσματα των Σειρήνων και
να πηγαίνουν σκλαβωμένοι σε αυτές, τους φέρνει σ’ ένα σημείο απίστευτης
ανθρώπινης ελεεινότητας, καθώς μέσα στις πρόσκαιρες ηδονές που απερίσκεπτα
απολαμβάνουν, συγκαταλέγεται και η χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών. Όλα αυτά,
είναι θανάσιμα παραστρατήματα που μπορεί στην αρχή να είναι γλυκά και ευάρεστα,
καταλήγουν όμως πάντα στον αφανισμό της ηθικής, ψυχικής και φυσικής ισορροπίας
του ατόμου. Τα θύματα των Σειρήνων είναι εξαθλιωμένοι και σκεβρωμένοι άνδρες,
που έχοντας παρασυρθεί στο θανάσιμο πάθος τους, υποφέρουν σε μια άσωτη,
υποβαθμισμένη και εξαρτημένη από ουσίες ζωή. Η εικόνα που μας δίνει ο Όμηρος
για αυτά τα εξανδραποδισμένα άτομα, είναι χαρακτηριστική.
«στό
λιβάδι ὅπου μένουν, σωροί τά ὀστά πυργώνονται καί γύρω
ἀνδρών
τομάρια σκεβρωμένα κείτονται καί σάρκες πού ἔχουν σαπίσει.»
(μ 45-46)
Οι θαμώνες των αμαρτωλών χαμαιτυπείων,
μεθυσμένοι κι αναίσθητοι, τελικά θα κείτονταν έξω απ’ αυτά, όμοια με το σωρό
από τα άψυχα κόκαλα που μας περιγράφει ο ποιητής, συνέπεια της απώλειας του
αυτοελέγχου τους και της υποδούλωσης στο κάλεσμα των απολαυστικών αλλά και
θανατηφόρων Σειρήνων - πόρνων. Στη μυθολογία εξάλλου, οι Σειρήνες ήταν
υπηρέτριες τόσο της Περσεφόνης και του θανάτου, όσο και της αχαλίνωτης ηδονής
που γεννά ο Έρωτας. Δεν υπηρετούσαν μόνο τον θεό Άδη προσφέροντάς του νεκρούς,
αλλά και τους επιπόλαιους κοινούς θνητούς, που τους μετέφεραν μέσω της σαρκικής
ευχαρίστησης, με χρυσά φτερά στον έβδομο ουρανό, εκπληρώνοντας έτσι τις
φιλήδονες επιθυμίες τους. Το τίμημα βέβαια, ήταν η κατάληξη στον άθλιο θάνατο.
Στους αγνούς και ουτοπικούς κόσμους των
Ελλήνων, οι πόρνες δεν έχουν θέση. Θεωρούνται αναμφίβολα δόλιες ανταγωνίστριες των
σωστών νοικοκυρών. Στις «Eκκλησιάζουσες», η ηρωίδα, η Πραξαγόρα, τους απαγορεύει την είσοδο στην ιδανική
πολιτεία. Η πορνεία αν και ήταν νόμιμη, ήταν κοινωνικά κατακριτέα και
ασκούταν από δούλους ή έστω από μη πολίτες, γιατί σύμφωνα με τον Αισχίνη: «εκείνος
που πουλά το σώμα του για την απόλαυση άλλων, δε θα διστάσει να πουλήσει το
συμφέρον της κοινωνίας σαν σύνολο». Στην Αθήνα είχε σημαντικές πολιτικές
προεκτάσεις και μπορούσε να επιφέρει μέχρι και την αφαίρεση των πολιτικών
δικαιωμάτων («ατιμία»). Ο Πλάτων
επίσης, ανακηρύσσει τις ιερόδουλες της Κορίνθου παράνομες, από κοινού με τα αττικά ζαχαροπλαστεία, κατηγορώντας αμφότερα για την
εισαγωγή στην ιδανική κοινωνία, της πολυτέλειας και της αταξίας. Ο κυνικός Κράτης κατά την ελληνιστική περίοδο, ακολουθώντας
το παράδειγμα του Πλάτωνα, περιγράφει μια ουτοπική πόλη όπου η πορνεία απαγορεύεται.
Δε χωράει πλέον
καμία αμφιβολία, ότι οι Σειρήνες του έπους ήταν οι αποπλανείς πόρνες του
λιμανιού της ομηρικής Ιθάκης. Ίσως μάλιστα για κάποια χρονική περίοδο, όπως την
εποχή που έλειπε ο Οδυσσέας και επικρατούσε η ανομία των μνηστήρων, να
ανέπτυξαν περισσότερο την ανήθικη και επικίνδυνη επιχείρησή τους. Όταν όμως ο
βασιλιάς επέστρεψε στην Ιθάκη, δε πλανεύτηκε ώστε να πέσει στα δίχτυα της
γοητείας τους και αντιστάθηκε με τη βοήθεια των θεών στα σαγηνευτικά τεχνάσματά
τους, στηριζόμενος στην εξυπνάδα και τη διορατικότητά του. Ως κυρίαρχος
άρχοντας - προασπιστής του έννομου βίου, σταμάτησε την καταστρεπτική για την
κοινωνία του, λειτουργία αυτών των χώρων. Γι’ αυτό και οι κατοπινές διηγήσεις,
αναφέρουν πως οι δαιμονικές Σειρήνες, μετά την αποτυχία τους απέναντι στον
Οδυσσέα, ηττημένες και εξουδετερωμένες, αυτοκτόνησαν όλες μαζί πέφτοντας στη
θάλασσα. Απομακρύνθηκαν δηλαδή από το νησί της Ιθάκης, όταν η παραδοσιακή ηθική
τάξη αποκαταστάθηκε πλέον σ’ αυτό, από τον άξιο βασιλιά της. ΠΗΓΗ POROSNEWS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου