Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Η...ΠΡΑΣΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ...ΟΙΚΟΙ !!!

Η Πρασινοσκουφίτσα ετοιμαζόταν εκεί­νο το απόγευμα, ως ευσυνείδητο βαποράκι, για τον καθημερινό της παρά­νομο απόπλου. Έβαλε την πράσινη ξηλωμένη κάπα της, πήρε την καλαθούνα της και χορο­πηδώντας μπήκε στην κουζίνα της καλύβας για να παραλάβει το «πράμα»… Ήταν έτοι­μη να συνοψίσει τους κανόνες της σωστής διακίνησης με τον μηχανικό τρόπο που λένε το «Ορκίζομαι να είπω….» στα δικαστήρια («Δεν θα πιάσω κουβέντα με άλλα βαπορά­κια, ακόμα κι αν είναι βαποράκια του Μπουρνόβα, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν ξένο να κορφολογήσει το γλαστράκι μου, δεν θα καπνίσω τη γέμιση της χορτόπιτας κ.λπ.»…) και αμέσως μετά να αναχωρήσει για το σπιτάκι της άρρωστης γιαγιάκας της.
Όμως η μανούλα της την πρόλαβε… «Πρασινοσκουφίτσα, ξέρω ότι η καθημερι­νή διαδρομή σου στο δάσος έχει υποκατα­στήσει ψυχολογικά την εξαρτημένη εργα­σία και το ωράριο, όμως δεν έχει νόημα να στο κρύψω… Γίναμε πάλι περιττές για το Σύστημα. Το… εμπόρευμά μας είναι πλέον νόμιμο. Η γιαγιά και η κάθε γιαγιά έχει ενώπιον του νόμου το δικαίωμα να προλα­βαίνει και να σκοτώνει τον εαυτό της μόνη της. Και δεν χρειάζεται να καμουφλάρεις πια το ταμπελάκι της κάπας που αγοράσα­με από την Ολλανδία επειδή γράφει “100% κάνναβη” ούτε έχει νόημα να κάθομαι εγώ να στρίβω τρίφυλλους ντολμάδες και να ανοίγω φύλλο για χασισόπιτα. Εμείς θα πάμε για φούντο και η πελατεία θα πάει για φούντα. Με απόδειξη».
Τα νέα δεδομένα έπεσαν σαν ΦΠΑ 23% στο κεφαλάκι της Πρασινοσκουφίτσας. Σήκωσε αμήχανα την άκρη της κάπας της, την έβαλε στο στόμα της κι άρχισε να την απομυζά, όπως έκανε πάντα την ώρα που προβληματιζόταν. Κάτι η αταβιστική ενέρ­γεια, κάτι οι ουσίες της φυσικής ίνας, της ήρθε μια Διαύγεια… «Ναι, αλλά η γιαγιά είναι συγγενής. Μπορεί να επιμείνει στον πατροπαράδοτο τρόπο. Μπορεί να μη θέλει να αυτοκτονεί από ξένα χέρια. Γι’ αυτό δεν εκλέγουμε κυβέρνηση; Για να πάμε από δικούς μας. Αλλιώς θα είχαμε πρωθυπουρ­γό κατευθείαν τη Λαγκάρντ…».
Η μαμά της Πρασινοσκουφίτσας πλησίασε την κόρη της, της τράβηξε το χέρι, χάιδεψε με τρυφερότητα τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο που σχηματίζονταν στο μπράτσο της από τα ίχνη των ενέσεων, έξυσε και τον δικό της αστερισμό του Τοξότη και της είπε: «Μην αγχώνεσαι. Οι τιμές στην αγορά θα πέσουνε λόγω ανταγωνισμού. Θα μας κοστίζει και μας λιγότερο η δόση μας. Άλλωστε εμείς είμα­στε περισσότερο εγκρατείς. Κρατάμε και ένα ποσό κάθε εβδομάδα για φρουτάκια και ιντερνετικό μπλακ-τζακ... Ενώ η για­γιά, με τον δρόμο που είχε πάρει μετά το Μεσοπρόθεσμο, πολύ σύντομα είτε θα πήγαινε να βρει την Έιμι Γουάινχαουζ, που είχε απωθημένο να την ταΐσει κανένα μπριάμ να λαδώσει το άντερό της, είτε θα έμπαινε για rehab σε κανένα Κρατικό Ίδρυμα και θα της την έτρωγε τη σύνταξη ο Λοβέρδος…»
«Τι είναι αυτός, μαμά; Βαποράκι;»
«Επίσημο βαποράκι to be. Θα αρχίσει σύντομα να παρακρατεί συντάξεις κάθε μήνα στους χρονίως πάσχοντες και να χορηγεί μεθαδόνες. Αθέμιτος ανταγωνι­σμός… Σούπερ-μάρκετ».
«Τι να κάνω τώρα, μανούλα; Να πάω στη γιαγιά τα “καλούδια”;»
«Πήγαινέ τα για τελευταία φορά με τον old time classic τρόπο. Και κοίτα να την καλοπιάσεις. Άσ’ τη να μασουλήσει χωρίς χρέωση την κάπα σου. Κάνε της και κανένα κομπλιμάν για τα μάτια, τη μύτη, το στόμα της… Θαύμασέ τα, π.χ., επειδή είναι μεγά­λα και μ’ αυτά μπορεί να επιλέγει το καλό το πράμα, να σνιφάρει, να φουμάρει, να πρεζάρει καλά…»
Η Πρασινοσκουφίτσα βγήκε στο δάσος της διατίμησης λυπημένη. Ήδη νοσταλγού­σε τις εικόνες της αθωότητας. Τις συναλλα­γές στα ξέφωτα, τη χρήση στο ημίφως, τα πεταμένα αξεσουάρ μιας χρήσης… Τώρα, μέχρι και ανακύκλωση σύριγγας ήταν ικανό το κράτος να επιβάλει… Ήθελε να βρει τον λύκο και να κλάψει στον ώμο του.
Το ποδοβολητό που ακούστηκε η Πρασινοσκουφίτσα το απέδωσε στις κακές συνήθειες των λαγών. «Πάλι θα πήραν έκσταση και θα τρέχουν μαλιοκούβαρα (Μάλια + κουβάρια…)» σκέφτηκε. Σύντομα, όμως, διαπίστωσε ότι σ’ αυτό το νομιμοποι­ημένο δάσος, δεν σπίνταραν μόνο οι λαγοί, αλλά και οι λύκοι…
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε τον επικεφαλής του κοπαδιού που της ήταν γνωστός από ένα επεισόδιο ανθρωποφαγίας.
«Εμείς οι λύκοι φεύγουμε… Έρχονται οι Οίκοι… Θα μας κάνουνε όλους μια χαψιά».
«Τώρα το χάψαμε!» μουρμούρισε η Πρασινοσκουφίτσα και πήγε να βρει τον Κυνηγό να γίνουνε μαζί «κόκαλο»…              ΠΗΓΗ     topontiki.

Δεν υπάρχουν σχόλια: