Η Οινοποιία “Α.Σ.Παρπαρούσης” ιδρύεται το 1974 από τον οινολόγο Θανάση Παρπαρούση με στόχο την παραγωγή εμφιαλωμένων οίνων ποιότητας.
Οι εγκαταστάσεις του Οινοποιείου βρίσκονται στο οικογενειακό κτήμα στα Μποζαΐτικα της Πάτρας στις οποίες γίνεται η οινοποίηση, ωρίμανση, παλαίωση και εμφιάλωση των κρασιών.
Από τους ιδιόκτητους αμπελώνες στα Μποζαΐτικα της Πάτρας και στο Λάππα Αχαΐας παράγονται τα περισσότερα κρασιά του Οινοποιείου. Επίσης υπάρχει συνεργασία και με επιλεγμένους αμπελουργούς.
Η προσωπική ενασχόληση του Θανάση Παρπαρούση με την καλλιέργεια των αμπελώνων παρέχει τις προϋποθέσεις για ελεγχόμενη ποιότητα. Οινολόγος ο ίδιος, ξεκίνησε την «καριέρα» του μέσα στην οικογενειακή οινοποιία Παρπαρούση, που είχαν ιδρύσει ο πατέρας του και ο θείος του, το 1932, στην Πάτρα. Εκεί, ανάμεσα σε μούστους, χύμα κρασιά και αποστάγματα, συνειδητοποίησε πως είχε «κολλήσει την τρέλα» του οίνου. Αποφάσισε, λοιπόν, να φύγει για την Ντιζόν της Γαλλίας, όπου σπούδασε οινολογία. Η τύχη, όμως, θέλησε στο μεταξύ να γνωρίσει τη γλυκιά Βάσω Μαράτου -ίσως μια μέρα που ήρθε στο οικογενειακό κτήμα των Μαράτων, στα Μποζαϊτικα, για να αγοράσει σταφύλια- και να την παντρευτεί. Γυρνώντας από τη Γαλλία, το 1973, ξεκινάει την αναβίωση του παλιού κτήματος στα Μποζαϊτικα και την αναδιάρθρωση της οικογενειακής οινοποιίας.
Έτσι νωρίς μπήκε στην ομάδα των οινοπαραγωγών, οι οποίοι αργότερα ταυτίστηκαν με τους οίνους μικρής παραγωγής. Μια ομάδα πολύ νέων τότε ανθρώπων, οι οποίοι δούλεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, για την αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα για τη διεκδίκηση μιας αξιόλογης θέσης στην παγκόσμια οινοπαραγωγή του ελληνικού κρασιού συνολικά. Βέβαια, τότε οι καιροί ήταν διαφορετικοί όλα αυτά που σήμερα θα συναντήσει κανείς σχεδόν σε κάθε οινοποιείο, τότε ήταν πρωτοποριακά, και όσοι αποφάσιζαν να κάνουν την τομή που χρειαζόταν θεωρούνταν τολμηροί, ίσως και παράλογοι.
Ακόμα θυμάμαι το λευκό, επιτραπέζιο Petite fleur, (με κυρίαρχη ποικιλία το σιδερίτη), που με τα ευγενικά αρώματά του και την απρόσμενη φρεσκάδα του άνοιγε το δρόμο σε μια νέα γενιά ελληνικών λευκών κρασιών. Γενιά, που έμελλε να σταθεί στους αντίποδες της προηγούμενης, των οξειδωμένων και αιώνια κουρασμένων λευκών.
Στα χρόνια που πέρασαν το «Petite fleur» και ο «Λυρικός» (μοσχοφίλερο, Ροδίτης) καταργήθηκαν. Ενώ μεγάλωναν τα κλήματα στον ιδιόκτητο αμπελώνα, στο Λάππα Αχαϊας, στο κτήμα της Καλογριάς (40 στρέμματα, όπου είναι φυτεμένες οι ποικιλίες αθήρι, ασύρτικο και cabernet sauvignon), σιγά σιγά τα σχέδια του Θανάση Παρπαρούση άρχιζαν να αλλάζουν. Έπρεπε να ακολουθήσει τις εξελίξεις, η αγορά ζητάει πάντα νέα προϊόντα. Η ζήτηση συχνά εξαναγκάζει τους παραγωγούς να παρουσιάζουν τύπους κρασιών προσαρμοσμένων στα νέα δεδομένα. Έτσι, ακολουθώντας το ρεύμα των λευκών κρασιών παλαιωμένων σε βαρέλι, και εξερευνώντας τις εμπειρίες της «Σαντορίνης» με το ξύλο δρυός, παρουσιάζει για πρώτη φορά τα «Δώρα του Διονύσου»-fume, οίνος που έχει περάσει από βαρέλι (του δάσους Limousin, στη Γαλλία) .
«Το Petite Fleur ήταν η πρώτη ετικέτα μας που συζητήθηκε πολύ. Μ' αυτή την έννοια, πράγματι, άνοιξε το δρόμο. Ηταν ένα χρυσοπράσινο κρασί από Σιδερίτη, σε αντίθεση με τα οξειδωμένα που κυκλοφορούσαν τότε στην ελληνική αγορά. Γιατί το ονόμασα έτσι; Γιατί λατρεύω το άνθος του αμπελιού όταν μοσχομυρίζει την άνοιξη. Και εκείνο το νέο κρασί είχε ακριβώς αυτό το άρωμα.»
«Σήμερα διατηρούμε 100 στρέμματα και παράγουμε 10 ετικέτες. Το 40% της παραγωγής μας εξάγεται. Στην αμερικανική αγορά τα κρασιά μας έχουν μέλλον. Το πιστεύω ακράδαντα. Αν, φυσικά, δεν είναι μαζικής παραγωγής και έχουν φινέτσα, δεν φοβούνται τον ανταγωνισμό. Το όπλο του ελληνικού κρασιού είναι η προσωπικότητά του. Και οι γηγενείς ποικιλίες.» Λέει ο ίδιος.
Έτσι νωρίς μπήκε στην ομάδα των οινοπαραγωγών, οι οποίοι αργότερα ταυτίστηκαν με τους οίνους μικρής παραγωγής. Μια ομάδα πολύ νέων τότε ανθρώπων, οι οποίοι δούλεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, για την αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα για τη διεκδίκηση μιας αξιόλογης θέσης στην παγκόσμια οινοπαραγωγή του ελληνικού κρασιού συνολικά. Βέβαια, τότε οι καιροί ήταν διαφορετικοί όλα αυτά που σήμερα θα συναντήσει κανείς σχεδόν σε κάθε οινοποιείο, τότε ήταν πρωτοποριακά, και όσοι αποφάσιζαν να κάνουν την τομή που χρειαζόταν θεωρούνταν τολμηροί, ίσως και παράλογοι.
Ακόμα θυμάμαι το λευκό, επιτραπέζιο Petite fleur, (με κυρίαρχη ποικιλία το σιδερίτη), που με τα ευγενικά αρώματά του και την απρόσμενη φρεσκάδα του άνοιγε το δρόμο σε μια νέα γενιά ελληνικών λευκών κρασιών. Γενιά, που έμελλε να σταθεί στους αντίποδες της προηγούμενης, των οξειδωμένων και αιώνια κουρασμένων λευκών.
Στα χρόνια που πέρασαν το «Petite fleur» και ο «Λυρικός» (μοσχοφίλερο, Ροδίτης) καταργήθηκαν. Ενώ μεγάλωναν τα κλήματα στον ιδιόκτητο αμπελώνα, στο Λάππα Αχαϊας, στο κτήμα της Καλογριάς (40 στρέμματα, όπου είναι φυτεμένες οι ποικιλίες αθήρι, ασύρτικο και cabernet sauvignon), σιγά σιγά τα σχέδια του Θανάση Παρπαρούση άρχιζαν να αλλάζουν. Έπρεπε να ακολουθήσει τις εξελίξεις, η αγορά ζητάει πάντα νέα προϊόντα. Η ζήτηση συχνά εξαναγκάζει τους παραγωγούς να παρουσιάζουν τύπους κρασιών προσαρμοσμένων στα νέα δεδομένα. Έτσι, ακολουθώντας το ρεύμα των λευκών κρασιών παλαιωμένων σε βαρέλι, και εξερευνώντας τις εμπειρίες της «Σαντορίνης» με το ξύλο δρυός, παρουσιάζει για πρώτη φορά τα «Δώρα του Διονύσου»-fume, οίνος που έχει περάσει από βαρέλι (του δάσους Limousin, στη Γαλλία) .
«Το Petite Fleur ήταν η πρώτη ετικέτα μας που συζητήθηκε πολύ. Μ' αυτή την έννοια, πράγματι, άνοιξε το δρόμο. Ηταν ένα χρυσοπράσινο κρασί από Σιδερίτη, σε αντίθεση με τα οξειδωμένα που κυκλοφορούσαν τότε στην ελληνική αγορά. Γιατί το ονόμασα έτσι; Γιατί λατρεύω το άνθος του αμπελιού όταν μοσχομυρίζει την άνοιξη. Και εκείνο το νέο κρασί είχε ακριβώς αυτό το άρωμα.»
«Σήμερα διατηρούμε 100 στρέμματα και παράγουμε 10 ετικέτες. Το 40% της παραγωγής μας εξάγεται. Στην αμερικανική αγορά τα κρασιά μας έχουν μέλλον. Το πιστεύω ακράδαντα. Αν, φυσικά, δεν είναι μαζικής παραγωγής και έχουν φινέτσα, δεν φοβούνται τον ανταγωνισμό. Το όπλο του ελληνικού κρασιού είναι η προσωπικότητά του. Και οι γηγενείς ποικιλίες.» Λέει ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου