Ετσι κατέληξε να φωνάζουν κι αυτόν και το κέντρο του "Κεσάτη", κι όλοι τον αγαπούσαν, παρόλη την αξιοθρήνητη όψι του μαγαζιού του, με τους κόκκινους βελούδινους ξεθωριασμένους καναπέδες και τις τρύπιες σανίδες στο πάτωμα, όπου κινδύνευε κανείς να πέση.
- Αμ, κυρ-Τζουτζούκο μου, αν ξαναφτιάξω το μαγαζί μου με μάρμαρα και καθρέφτες, ο πρώτος που δε θα ξαναπατήση εδώ θα είσαι συ!
Ενα από τα παράπονα του Τζουτζούκου ήταν πως τη μόνη φορά που είχε τραυματισθή και μείνει τρεις μήνες στο Νοσοκομείο, ήταν γιατί τον είχε πλακώσει μια... ρομβία! Κάποτε ένας πλανόδιος μουσικός είχε στήσει τη ρομβία του στην οδόν Ομήρου και την είχε στερεώσει με μια πέτρα, για να μαζέψη με το δίσκο τις δεκάρες.
Η πέτρα γλίστρησε, η ρομβία πήρε τον κατήφορο και πλάκωσε τον ίλαρχο Μεταξά, που ανύποπτος κατέβαινε από το σπίτι του, χαιρετώντας το μικρό γυιό του που υπεραγαπούσε...
Αλλοι θαμώνες του "Κεσάτη" ήταν οι αδελφοί Σακελλαρίδη, Ντιντίμ και Σακκές, πολύ αγαπητοί στους φίλους τους κι ευγενέστατοι πάντοτε, εκτός από τις στιγμές που μάλωναν μεταξύ τους μετά από κανένα ποτηράκι. Ο καβγάς γινόταν πάντα γαλλικά, ενώ αλλιώς μιλούσαν πάντα ελληνικά. Γέλαγε λοιπόν ο φίλος τους υποπλοίαρχος Τηλέμαχος Κουρμούλης.
- Αρχισαν τα γαλλικά, πάμε να τους χωρίσουμε! φώναζε...»
Δημήτριος Σκουζές στο βιβλίο «Η Αθήνα που έφυγε...» (1964)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου